δυσυπνοῦντα

δυσυπνοῦντα
δυσυπνέω
sleep ill
pres part act neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)
δυσυπνέω
sleep ill
pres part act masc acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κατακοιμίζω — (Α κατακοιμίζω) 1. κάνω κάποιον να κοιμηθεί βαθιά, αποκοιμίζω (κατακοιμίζειν τὰ δυσυπνοῡντα τῶν παιδίων αἱ μητέρες», Πλάτ.) 2. γαληνεύω, καταπραΰνω («κατακοιμίζω τοὺς πολεμίους», Πλούτ.) αρχ. 1. εξασθενίζω, αδυνατίζω 2. κοιμάμαι παραμελώντας… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”